Καλέστε μας
Active Motion

Δημοσιευμένες Εργασίες

Isokinetic Muscle Strength and Knee Function in Anatomical Anterior Cruciate Ligament Reconstruction With Hamstring Autografts: A Prospective Randomized Comparative Study Between Suspensory and Expandable Femoral Fixation in Male Patients

 

Cureus. 2022 Dec 13;14(12):e32482.doi: 10.7759/cureus.32482. eCollection 2022 Dec.

Isokinetic Muscle Strength and Knee Function in Anatomical Anterior Cruciate Ligament Reconstruction With Hamstring Autografts: A Prospective Randomized Comparative Study Between Suspensory and Expandable Femoral Fixation in Male Patients

Andreas Panagopoulos 1Vasileios Giannatos 1Giorgos Moros 2Dimitrios Mylonas 1Antonis Kouzelis 1John Gliatis 1

Affiliations expand

PMID: 36644094 PMCID: PMC9836015 DOI: 10.7759/cureus.32482

Abstract

Background Clinical performance, anterior knee stability, and isokinetic strength after anterior cruciate ligament (ACL) reconstruction with hamstring autografts are mainly influenced by graft selection, femoral tunnel preparation, and type of femoral fixation. Expandable femoral fixation devices are expected to provide a stronger initial fixation with circular graft compression, a blind-ended tunnel in the femur with less enlargement, and a theoretical double-band ACL equivalent through graft rotation. This study aimed to evaluate isokinetic strength and functional capacity after ACL reconstruction with hamstring tendons using two different anatomical femoral fixation techniques (expandable vs fixed-looped button). Methodology A total of 48 male patients with ACL deficient knees were randomized to two different femoral fixation groups, namely, the expandable (AperFix) and the standard cortical (Button) group. The primary outcome measures were isokinetic hamstrings and quadriceps strength capabilities and the hamstrings/quadriceps ratio at 60 degrees/second (°/s) and 180°/s using a Cybex before and at three, six, nine, 12, and 24 months after surgery. Secondary measurements were anteroposterior knee stability at two years (using KT-1000 arthrometer) and the functional outcome using the International Knee Documentation Committee (IKDC 2000) form, the Tegner activity scale, and the Lysholm knee score. Data were compared using a paired t-test and analysis of variance, with a p < 0.05 level of significance. Results Most patients regained the 60°/s quadriceps strength between three and 12 months (62.5% for the Button group vs. 50% for the AperFix group), as well as the 180°/s strength (79.17% vs 70.83%); however, at the 24-month evaluation, seven (29.17%) patients in the Button group and five (20.83%) in the AperFix group had significant deficits. The 60°/s flexor strength was regained in the first six months in 19 (79.17%) patients in the Button group and in 16 (66.7%) patients in the AperFix group, whereas the percentages for the 180°/s strength were 79.17% and 75%, respectively. Beyond the 24-month evaluation, only three (12.5%) patients in the Button group and four (16.67%) in the AperFix group had significant flexor deficits. Regarding the H/Q ratio, at 60°/s, the mean recovery time was six and 7.5 months for the Button and AperFix groups, respectively, whereas 15 and 12 patients, respectively, did not recover during the two-year duration. At 180°/s, a mean recovery time of six months was needed for the button group, and nine patients did not recover two years later. For the AperFix group, nine months were needed, and 12 patients did not recover in two years. Clinical performance and anterior knee stability showed no statistically significant differences between groups. Conclusions Although there were no significant differences in clinical performance, knee stability, and isokinetic strength testing between expandable and cortical button femoral fixation groups, return to play was doubtful at two years postoperatively.

Ανάπτυξη ομάδας πρωτοβουλίας για τη διεξαγωγή δράσεων προληπτικής ιατρικής στο σχολείο

Περίληψη

Στην έρευνα αυτή, οι μαθητές μιας τάξης Τεχνικού Σχολείου (ΤΕΕ) συμμετέχουν σε ένα project με αντικείμενο την καταγραφή ενδείξεων πλατυποδίας και κακής ισορροπίας των μαθητών του σχολείου. Η ιδέα γεννιέται μέσα από μια σειρά μαθημάτων, κατά τη διάρκεια των οποίων οι μαθητές προσεγγίζουν θέματα και ερωτήματα γύρω από τα μυοσκελετικά προβλήματα. Η δραστηριοποίηση των μαθητών στα πλαίσια του project ενισχύει την παρώθηση και οδηγεί στην απόκτηση εξειδικευμένων γνώσεων και δεξιοτήτων. Η υπευθυνότητα των μελών της ομάδας και η επιτυχημένη ολοκλήρωση του έργου δίνουν αρκετές ιδέες για την ανάπτυξη παρόμοιων δράσεων προληπτικής ιατρικής μέσα στις σχολικές μονάδες από ομάδες πρωτοβουλίας μαθητών, υπό προϋποθέσεις, ορισμένες από τις οποίες αναλύονται στην εργασία αυτή.

Λέξεις κλειδιά: Αγωγή Υγείας, μέθοδος project, Τεχνικό Σχολείο, Προληπτική Ιατρική.

Μια εφαρμογή της μεθόδου project.

Γεώργιος ΜΩΡΟΣ (1), Γομάτος Λεωνίδας (2), Αναστασία Ζάρκου(3)

  1. Φυσικοθεραπευτής Π.Ε 18.24, Νοσηλευτής, Εργαστηριακός Συνεργάτης Τμ. Φυσικοθεραπείας Α.Τ.Ε.Ι Πάτρας
  2. Τακτικός καθηγητής της Διδακτικής Μεθοδολογίας στο παράρτημα Πάτρας της ΑΣΠΑΙΤΕ
  3. Πτυχιούχος ΤΕΦΑΑ Θεσσαλονίκης. Μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο ΤΕΦΑΑ του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

Εισαγωγή

Τα μυοσκελετικά προβλήματα, συγγενή ή επίκτητα, προσβάλλουν μια μερίδα ανθρώπων δημιουργώντας τους άλλοτε μικρότερες και άλλοτε μεγαλύτερες οργανικές ή κινητικές δυσλειτουργίες, πόνο και κακή ποιότητα ζωής. Αυτού του είδους τα προβλήματα μπορούν να εμφανιστούν σε ανθρώπους όλων των ηλικιών. Ο εντοπισμός τους, τις περισσότερες φορές, γίνεται τυχαία λόγω των συμπτωμάτων που δημιουργούν και που οδηγούν τους ανθρώπους στο γιατρό για έλεγχο. Θα ήταν βεβαίως πολύ πιο αποτελεσματικό, ως προς την ανακούφιση τον συμπτωμάτων και την πρόληψη από δευτερογενώς δημιουργούμενες επιπλοκές, να εντοπίζονται τα προβλήματα αυτά με προληπτικούς ελέγχους. Το σχολείο είναι ένας από τους πλέον κατάλληλους χώρους όπου μπορούν να εντοπισθούν και να διαγνωστούν τέτοιου είδους προβλήματα αφενός διότι σ΄ αυτό μπορούν να εξετασθούν μεγάλες ομάδες ανθρώπων αφετέρου διότι οι άνθρωποι αυτοί είναι μικρής ηλικίας και κατά συνέπεια ο εντοπισμός των όποιων προβλημάτων είναι, τις περισσότερες φορές, έγκαιρος.

Δράσεις προς την κατεύθυνση του εντοπισμού προβλημάτων όπως αυτά που προαναφέρθηκαν, θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και μέσα από τα προγράμματα Αγωγής Υγείας. Η τελευταία, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ορίζεται ως η εκπαιδευτική διαδικασία που αποβλέπει στη διαμόρφωση ή την τροποποίηση προτύπων συμπεριφοράς, τα οποία οδηγούν στην προάσπιση και βελτίωση του επιπέδου υγείας (στο Γκούβρα κ.α., 2002, σελ.18).

Σχετικώς με την Αγωγή Υγείας, η Περάκη (1994) ισχυρίζεται ότι «τα παιδιά πρέπει να μάθουν να σέβονται το σώμα τους, για να μπορέσουν να καθορίσουν, όσο εξαρτάται από αυτά, την υγεία τους. Να αισθανθούν ότι κρατούν την υγεία τους στα χέρια τους είτε ως άτομα ελέγχοντας τις συμπεριφορές τους, είτε σαν πολίτες διεκδικώντας σωστά και αποφασιστικά αυτά που δικαιούται κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Να συνειδητοποιήσουν την ευθύνη τους και να κατανοήσουν ότι ελευθερία και κριτικό πνεύμα, γνώση και υγεία είναι έννοιες στενά συνδεδεμένες». Κατά τους Ζυμβρακάκη & Αθανασίου (2003) «το ζητούμενο δεν είναι η ενδυνάμωση της κανονιστικής διάταξης (τήρηση των επιμέρους κωδίκων και επιμέρους οδηγιών και απαγορεύσεων), αλλά η συνολικότερη παροχή ενός συνεκτικού συστήματος γνώσεων έτσι ώστε τα παιδιά να μπορούν από μόνα τους να ελέγχουν τους παράγοντες που συμβάλλουν στη διατήρηση της υγείας τους»

Για τη συνέχεια της δημοσίευσης επικοινωνήστε μαζί μας.